χτενίστρια

χτενίστρια
η, Ν
βλ. χτενιστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χτενιστής — ο, θηλ. χτενίστρια και χτενίστρα, Ν ο κτενιστής, ο κομμωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτενιστής, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού κ στο διαρκές χ (πρβλ. κτίζω: χτίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”